Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ
Επρόκειτο για μια ταινία  animation που αποτυπώνει την αλήθεια για το πλαστικό φαγητό και τα γενετικά τροποποιημένα πουβάζουμε στο πιάτο μας.


Ο ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ

  Ο ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Τον 4ο π.Χ. αιώνα ο Ιπποκράτης δίδασκε
 «Φάρμακό σας ας γίνει η τροφή σας και η τροφή σας ας γίνει φάρμακό σας». 
«Η τροφή μπορεί να αποτελέσει φάρμακον άριστον, όμως η τροφή μπορεί να αποτελέσει και φάρμακο χείριστο, η τροφή είναι χείριστη ή άριστη ανάλογα με την περίσταση» («Περί Τροφής» § 19).

«Όλες οι αιτίες των ασθενειών ανάγονται ουσιαστικώς σε μία: οι πιο βαριές τροφές βλάπτουν επιφανέστατα τον άνθρωπο με τον χειρότερο τρόπο είτε είναι άρρωστος είτε είναι υγιής» («Περί Αρχαίης Ιητρικής» παρ. 6)

«Από μόνη της η τροφή δεν αρκεί για να συντηρήσει τον άνθρωπο σε καλή υγεία, αν δεν την συνδυάσει ο καθένας με την γυμναστική. Η τροφή και η άσκηση, επειδή έχουν αντίθετες ιδιότητες, συμβάλλουν αμοιβαία στην διατήρηση της υγείας» (Ιπποκράτης «Περί Διαίτης» § 2). 
«Η τροφή δεν είναι τροφή, αν δεν έχει την δύναμή της. Ό,τι δεν είναι τροφή γίνεται τροφή, αν μπορεί να θρέψει» (Ιπποκράτης «Περί Τροφής» παρ. 21).

«Εκείνο που διατηρεί την υγεία είναι ισομερής κατανομή και ακριβής μείξη μέσα στο σώμα των δυνάμεων (= ισονομία) του ξηρού, του υγρού, του κρύου, του γλυκού, του πικρού, του ξινού και του αλμυρού».
«Την Αρρώστια την προκαλεί η επικράτηση του ενός (=μοναρχία). Η θεραπεία επιτυγχάνεται με την αποκατάσταση της διαταραχθείσας ισορροπίας, με τη μέθοδο της αντίθετης από την πλεονάζουσα δύναμη».
Ο συσχετισμός τροφής, υγείας και ασθένειας είναι βασικός για τον πατέρα της ιατρικής . Ο γιατρός Ιπποκράτης ήταν ένας μελετητής της φύσης, θεωρούσε ότι η φύση που δημιούργησε την αρρώστια, η ίδια μπορεί να τη θεραπεύσει και έδινε μεγάλη σημασία στην αυτοθεραπεία. Σε ορισμένες παθήσεις ο Ιπποκράτης συστήνει δίαιτα και σε άλλες τέλεια αποχή από την τροφή. Ο γιατρός είναι ουσιαστικά ένας βοηθός της φύσης για τον Ιπποκράτη.
 Επίσης, ενδεχομένως είναι δική του η άποψη ότι αν το σώμα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στην αφομοίωση των τροφών, δεν υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί κάποια ασθένεια. Η τροφή και η δίαιτα (η διατροφή) είναι ουσιώδης για την καλή υγεία, αλλά και τη θεραπεία και αυτό είναι κάτι που διαπνέει το έργο του Ιπποκράτη και όλη την Ιπποκρατική σχολή. O μεγάλος αυτός γιατρός θεωρούσε ότι όποιος μπορεί να δημιουργεί στον οργανισμό του ανθρώπου τα αντίθετα ξηρό και υγρό ή ψυχρό και θερμό με τη σωστή διατροφή, αυτός θα μπορούσε να θεραπεύσει και αυτή την αρρώστια, αρκεί να διακρίνει την κατάλληλη στιγμή που κάτι ωφελεί.
 
Οι μάγειρες θα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις, δηλαδή να είναι και λίγο «γιατροί». Στο «Περί Διαίτης» έργο του (παρ. 2) ο Ιπποκράτης αναφέρει: «Θεωρώ ότι όποιος πρόκειται να συγγράψει ορθά για την ανθρώπινη διατροφή, πρέπει πρωτίστως να γνωρίζει και να διακρίνει την ανθρώπινη φύση γενικά, να γνωρίζει τα στοιχεία από τα οποία ο άνθρωπος συνετέθη εξ αρχής και να διακρίνει από ποια μέρη ελέγχεται. Αν αγνοεί την αρχική σύνθεση της ζωής, δεν θα καταφέρει να κατανοήσει τι προκαλούν εκείνα τα συστατικά της και αν δεν γνωρίζει ποια κατάσταση επικρατεί στο σώμα, δεν θα κατορθώσει να συστήσει ωφέλιμη διατροφή για τον άνθρωπο. Εκτός όμως από αυτά ο συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει και τον ρόλο που παίζουν όλες οι τροφές και τα ποτά που συνθέτουν την διατροφή μας, ποια δύναμη έχει το καθένα από τη φύση, την ανάγκη και την ανθρώπινη επεξεργασία. Πρέπει να γνωρίζει κανείς πώς μπορεί να μειώσει την δύναμη που έχει δώσει η φύση στις ισχυρές ουσίες και πώς με την επεξεργασία να προσθέτει δύναμη στις ανίσχυρες, ανάλογα πάντοτε με την περίσταση». Εδώ βρίσκονται και οι βασικές αρχές και νόμοι της σύγχρονης Ολιστικής Διαιτολογίας, που βασίζονται αφενός μεν στους γενικούς κανόνες της υγιεινής διατροφής, αφετέρου δε στην προσωπική ιδιοσυγκρασία  κάθε ανθρώπου ανάλογα με τις τάσεις, την κληρονομικότητα και την παθολογία του.

Πηγή:http://thesecretrealtruth.blogspot.com

 

ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΓΕΥΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΑΧΟΜΕΝΟ

ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΓΕΥΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΑΧΟΜΕΝΟ

 Συκοφάντης: Η λέξη γεννήθηκε στην Αθήνα επί Σόλωνα (γύρω στο 594 π.Χ.). Τα σύκα (οι ισχάδες) αποτελούσαν τόσο αναγκαίο έδεσμα για τη διατροφή των Αθηναίων ώστε ο Σόλων απαγόρευσε την εξαγωγή τους. Οι καταγγέλλοντες (έναντι αμοιβής) των παραβατών εμπόρων ονομάσθηκαν συκοφάντες.Τότε:      Ο καταγγέλων τους παραβάτες-εξαγωγείς σύκων.Σήμερα: Αυτός που κατηγορεί κάποιον κακόβουλα και με ψεύτικα στοιχεία. 
 Κυκεών: Σήμαινε το πρωινό ρόφημα. Ένα μείγμα νερού, κρασιού, μελιού, τριμμένου τυριού και κριθάλευρου. Τότε:      Ρόφημα με αναμειγμένα διάφορα υλικά (νερό, μέλι, κρασί, τυρί, κριθάλευρο).Σήμερα: Χάος, ετερόκλητη πολυμορφία. 
 Γάρος: Η αγάπη των αρχαίων Ελλήνων για τα ψάρια ήταν δεδομένη. Έτσι δημιούργησαν μια ψαρόσαλτσα με το όνομα «γάρος» και την πρόσθεταν σε διάφορα φαγητά. Οι Ρωμαίοι την κληρονόμησαν και την ονόμασαν garum, liguamen και abdomium.Τότε:      ΨαρόσαλτσαΣήμερα: Αναμειγμένο νερό και αλάτι χρήσιμο για τη συντήρηση των τροφών.
Λάγανον: λεπτό φύλλο ζυμαρικού.ΤαΛαγάνια ή μακαρόνια  κατά την παλαιά ονομασία τους είναι ελληνική ανακάλυψη των Πελασγών της Μεγάλης Ελλάδος. Οι Ρωμαίοι μετά την κατάκτηση της Σικελίας (και οι Ιταλοί σήμερα) έκαναν τα λαγάνια - μακαρόνια εθνικό τους φαγητό.
 Μάζα: Το ψωμί από κριθάρι για τον λαό. O άρτος ήταν το σταρένιο ψωμί. Τότε:      Ψωμί. Σήμερα: Ανεξέλεγκτη ομάδα ανθρώπων, ποσότητα ύλης.
 Σίτισις - σιτίζομαι, που σημαίνει τρώγω -τρέφομαι, βασίζεται στον σίτο.
 Ψάρι-όψον:Αρχικά η τροφή που συνόδευε το ψωμί ονομαζόταν «όψος-όψον». Καθώς όμως - κυρίως στην αρχαία Αθήνα- το προσφάι  που συνόδευε το ψωμί ήταν ο ιχθύς, αυτός μετονομάστηκε σε όψον (οψάριο-ψάρι).Τότε:      Συνοδευτική τροφή του ψωμιού και αργότερα το ψάρι.Σήμερα: Ο ιχθύς - το ψάρι. 

ΤΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΑΝ

ΤΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ  ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΑ  ΜΑΓΕΙΡΕΥΑΝ


Το Ελαιόλαδο 
Πολλά ευρήματα από ανασκαφές δείχνουν ότι η κατανάλωση του ελαιόλαδου ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην Αρχαία Ελλάδα.συνυφασμένη με τα ήθη και τα έθιμα σε όλη την επικράτεια. Στην Αθήνα, η ελιά ήταν ιερό δέντρο, με νόμους που αυστηρά προάσπιζαν την προστασία του. Μάλιστα, η Αττική ήταν αυτάρκης και εξαγωγέας ελιάς και ελαιόλαδου.
Έτσι έχουν κατά καιρούς βρεθεί άφθονοι ελαιοπυρήνες, δείγμα κατανάλωσης ελιάς και λαδιού, καθώς και πολλοί οπό τους λεγόμενους ψευδόστομους αμφορείς οι οποίοι χρησίμευαν κυρίως για την αποθήκευση λαδιού.
Φημισμένο λάδι στην αρχαιότητα προερχόταν από τη Σάμο και την Ικαρία, ενώ η Αττική, σε αντίθεση με άλλα προϊόντα, ήταν όχι μόνο αυτάρκης αλλά και εξαγωγέας ελαιόλαδου και ελιών.

Χρησιμοποιήθηκε αρχικά όχι ως τρόφιμο, αλλά για άλλες εξωτερικές χρήσεις: για το φωτισμό και τον καλλωπισμό, στο λουτρό, για την επάλειψη αθλητών και νεογέννητων για θεραπεία.Οι θεραπευτικές ιδιότητες του ελαιόλαδου ήταν γνωστές ήδη από την αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης αναφέρει 60 φαρμακευτικές χρήσεις του. 
Καλύτερο ήταν το αγουρέλαιο (το ωμοτριβές ή ομφάκινον), κάτι σαν το σημερινό έξτρα παρθένο, δεύτερο σε ποιότητα ήταν το δευτερεύον γεύματος και τελευταίο ήταν το χυδαίον έλαιον που ήταν το κατώτερης ποιότητας λάδι από υπερώριμες ή χτυπημένες ελιές.

Γαλακτοκομικά
 Οι πρόγονοί μας είχαν μεγάλη αγάπη και για τα τυριά και τα γάλατα. Στο πρωινό τους πρόσθεταν κάποιες φορές και κατσικίσιο γάλα. Από το γάλα έφτιαχναν τις περίφημες γαλατόπιτές τους. Το τυρί δεν έλειπε από τα ελληνικά σπίτια, όπως και σήμερα. Το κατανάλωναν τόσο στα οικογενειακά γεύματα όσο και στα επίσημα δείπνα. Τα είδη τυριών ήταν πολλά και η κάθε περιοχή είχε τα δικά της. Την τέχνη της τυροκομίας σύμφωνα με το μύθο έμαθαν οι Έλληνες από τον Αρισταίο, από τον οποίο έμαθαν και τη μελισσοκομία, την καλλιέργεια του αμπελιού, της ελιάς κ.α.


Το κρασί 
Το κρασί ήταν ένα καθημερινό βασικό συστατικό στην διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων, στην πραγματικότητα αποτελούσε μια οπό τις βασικές τροφές αφού ήταν μέρος του πρωινού αλλά και των υπολοίπων γευμάτων.

Οι Έλληνες είχαν άλλωστε και θεό του κρασιού. Ο τρύγος ήταν ορόσημο του θρησκευτικού και αγροτικού ημερολογίου και το κρασί λατρεύτηκε εδώ όσο πουθενά. Με τη λέξη κράμα εννοούσαν τον οίνο. Κράμα είναι το νερωμένο κρασί και σπάνια έπιναν ανέρωτο κρασί (άκρατος οίνος), καθώς το θεωρούσαν βάρβαρη συνήθεια. Το κρασί τους ήταν πολύ γλυκό και δυνατό και συνήθως περιείχε κομμάτια από σταφύλια και κληματόφυλλα γι’ αυτό το στράγγιζαν καλά και το ανακάτευαν με νερό πριν το πιούν. Το έπιναν νερωμένο και ανάλογα με την ώρα της ημέρας έβαζαν την ανάλογη ποσότητα νερού. Όσο πλησίαζε η νύχτα τόσο λιγότερο νερό έβαζαν.  

Θεωρούσαν ότι το κρασί μαλακώνει τους χαρακτήρες (όπως ο Διόνυσος) και ότι συμβάλλει στην επικοινωνία και τη συντροφικότητα. Δεν κατανάλωναν ζύθο, αλλά εκτός από το κρασί έπιναν και οινόμελο, δηλαδή κρασί με μέλι και ανθόνερο. Η ημέρα ενός μέσου Αθηναίου ξεκινούσε συχνά με πρόγευμα που ήταν λίγο ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί. Οι μεθυσμένοι ήταν κακά παραδείγματα, ακόμα κι αν τα πράγματα «ξέφευγαν» κάποιες φορές από συνηθισμένα όρια. Η μακρόχρονη αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων κρασιού αποτελούσε, ιδιαίτερα κατά τους ομηρικούς χρόνους, δείγμα πλούτου και δύναμης

Τα ψάρια 
Ανέκαθεν οι Έλληνες έτρωγαν πολύ περισσότερα ψάρια οπό κρέας. 
Η λέξη όψον στην αρχή σήμαινε οτιδήποτε τρώγεται μαζί με το ψωμί. Τελικά, κατέληξε να σημαίνει ψάρι, γιατί το ψωμί μαζί με το ψάρι ήταν η βασική τροφή του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Ιδιαίτερη αδυναμία είχαν στα χέλια που θεωρούσαν εκλεκτό μεζέ, κάτι σαν γκουρμέ λιχουδιά, μεζέ που όμως δεν θα έβρισκες ποτέ στα τραπέζια των φτωχών. Έτρωγαν επίσης και θαλασσινά, όπως οστρακοειδή, αστακούς, γαρίδες, καβούρια, χταπόδια, σουπιές, καλαμάρια κ.α.
Στην αρχαιότητα προτιμούσαν, όπως φαίνεται, κυρίως παχιά ψάρια, όπως: κολιός - σκουμπρί (σκόμβρος), σαρδέλα (σαρδίνι, τριχίς), γόπα (βοξ), μαρίδα (σμόρις) κ.α.


 Τα κρέατα 
Γενικά, εκτός από τους ομηρικούς ήρωες και τα συμπόσια, η κρεατοφαγία περιοριζόταν στις δημόσιες και ιδιωτικές γιορτές.Η συχνή κρεατοφαγία ήταν προνόμιο των πιο πλούσιων. Στην Αττική το κρέας ήταν ακριβό, γιατί δεν ήταν αναπτυγμένη η κτηνοτροφία. Το χοιρινό ήταν το πιο διαδεδομένο κρέας γιατί ήταν και φθηνό και νόστιμο.
Όπως μέχρι και σήμερα στην επαρχιακή Ελλάδα, οι αρχαίοι έτρεφαν στα σπίτια τους κοτόπουλα και σπανιότερα χήνες και πάπιες. Επίσης, έτρωγαν κοτσύφια, πέρδικες, περιστέρια, τρυγόνια, φασιανούς, ορτύκια. Οι εύποροι επιδίδονταν και στο κυνήγι. Τα πουλιά ήταν για τους αρχαίους ορεκτικό και τα κατανάλωναν με διάφορες σάλτσες και αρτύματα. Τέλος, έτρωγαν αυγά βραστά ή ψητά. Τα τηγανητά τα θεωρούσαν ανθυγιεινή τροφή, ενώ πολύ θρεπτικά ήταν γι’ αυτούς  τα ρουφηχτά, ωμά αυγά. Επίσης τα κουνέλια, οι λαγοί, οι αγριόχοιροι, το αγριοκάτσικα, τα ελάφια και τα γνωστά κατοικίδια ζώα, αποτελούσαν τις κύριες πηγές κρέατος των αρχαίων Ελλήνων.
Το μαγείρεμα γινόταν με διάφορους τρόπους, πιο συχνά, ψητά στο φούρνο ή στη σούβλα και βραστά με διάφορα λαχανικό και καρυκεύματα.


 Τα αρνιά τρωγόντουσαν σπάνια και σε εκλεκτές περιπτώσεις, κυρίως σε οικογενειακά δείπνα και θρησκευτικές τελετές. Τα κρέατα διατηρούνταν σε κρασί, ξίδι ή αλάτι. 

Όσπρια
Τα όσπρια αποτελούσαν διατροφική βάση για την πλειοψηφία των Ελλήνων οπό την αρχαιότητα.
Τα κουκιά, τα λούπινα, τα μπιζέλια, τα ρεβίθια και τα φασόλια είναι μερικά από τα όσπρια που προτιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Τρωγόντουσαν ψημένα, με τη μορφή χυλού ή πουρέ που ονομαζόντουσαν έτνος (κυρίως τα φασόλια και ο αρακάς). Όμως αν ήταν φρέσκα και τρυφερά τα έτρωγαν και ωμά. Τα πιο διαδεδομένα όσπρια ήταν οι φακές. Οι φακές ήταν το φαγητό των φτωχών και δεν θα το έβλεπες σχεδόν ποτέ σε κάποιο πλούσιο σπίτι. Διαδεδομένα ήταν επίσης τα φασόλια, τα ρεβίθια, τα λούπινα, ο αρακάς και τα κουκιά.

Δημητριακά 
Τα δημητριακά, αποτελούσαν διατροφική βάση για την πλειοψηφία των Ελλήνων οπό την αρχαιότητα.

 Από τα δημητριακά  κυριότερα ήταν το σιτάρι (πύρος) και το κριθάρι. Η ζειά ήταν πιθανότατα η πιο διαδεδομένη ποικιλία σιταριού. Η Αττική είχε μικρή όμως παραγωγή τόσο σε σιτάρι όσο και σε κριθάρι οπότε οι Αθηναίοι ήταν πολύ συχνά αναγκασμένοι να τα εισάγουν. Το σιτάρι για να γίνει μαλακό παρασκευάζονταν με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν να αλεθεί για να γίνει χυλός και να χρησιμεύσει στον λαπά. Ο δεύτερος ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι και να γίνει ψωμί, πίτες κ.α.
Τα δημητριακά χρησίμευαν κυρίως στην παρασκευή διαφόρων τύπων ψωμιού. Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν το ψωμί και γι αυτό  ο Όμηρος τους αποκαλεί «ψωμοφάγους» Το πιο διαδεδομένο και φθηνό είδος ψωμιού ήταν η μάζα. Το παρασκεύαζαν, ζυμώνοντας κριθαρένιο αλεύρι με νερό ή υδρόμελι ή ακόμα με νερό και κρασί, με λάδι και οξύμελι. Το ψωμί από σιτάρι προοριζόταν για τους πιο εύπορους και είχε στρογγυλό σχήμα. Στο ψωμί έμπαιναν και καρυκεύματα, όπως μάραθος, δυόσμος, μέντα κ.α. Επίσης, πρόσθεταν και τυρί και έφτιαχναν τον τυρώντα. Άλλα ψωμιά ήταν ο ζυμίτης άρτος, ο χονδρίτης, ο συγκομιστός, εντίτης ή λευκιθίτης. Ανάλογα με τον τρόπο ψησίματος ή το σχήμα άλλαζε και η ονομασία του ψωμιού. Το φουρνιστό ψωμί ήταν ο ιπνίτης, το ψωμί φόρμας που ψηνόταν σε πήλινα σκεύη λεγόταν κλιβανίτης. Το ψωμί που ψηνόταν στη χόβολη ονομαζόταν σποδίτης, ενώ τα ψωμάκια και οι τηγανίτες ονομάζονταν εσχαρίται και τηγανίται. Η κάθε οικογένεια έψηνε το ψωμί της στο σπίτι. Υπήρχαν φούρνοι που μπορούσες να αγοράσεις ψωμί και γλυκά, αλλά αυτοί ήταν για τους εύπορους.


Πλακούντες-Πίτες : Πολύ διαδεδομένοι στην αρχαία Ελλάδα ήταν και οι πλακούντες, ένα είδος πίτας.Oι αρχαίοι μεταχειρίζονταν την άριστη ποιότητα αλεύρου για την πιο επιτηδευμένη πλακουντοποιία ή πεμματουργία.Τους παρασκεύαζαν όπως το ψωμί η διαφορά έγκειται στα υλικά. Πρόσθεταν γάλα, τυρί, αυγά, λάδι, βούτυρο, άνηθο, μάραθο, κίμινο, σινάπι, πιπέρι, μέλι, φουντούκια, αμύγδαλα, σταφίδες. Μετά το ψήσιμο οι πλακούντες μπορεί να περιχύνονται με μέλι, συνήθεια που έχει διατηρηθεί μέχρι και στις μέρες μας σε διάφορα γλυκίσματα.Περίφημη ήταν η πεμματοποιΐα της Aττικής, ενώ εξέχουσα θέση κατείχαν και οι πλακούντες της Σάμου, της Kρήτης, της Pόδου, της Kαππαδοκίας, της Πάρου.
 
Κυκεώνας 
Ο κυκεώνας ήταν ένα μείγμα κριθαριού με νερό και διάφορα αρωματικά φυτά όπως φλισκούνι, μέντα, θυμάρι. Πολλές φορές ο κυκεώνας ήταν κριθάλευρο με νερό, κρασί ή γάλα. Σε αυτό πρόσθεταν μέλι, τριμμένο τυρί, αλάτι ή χόρτα. Σε κάποιες περιπτώσεις, κυρίως στις χαμηλές κοινωνικές τάξεις μπορούσε να αντικαταστήσει το φαγητό.

Λαχανικά
Τα λαχανικά  ήταν ανέκαθεν πρώτα στις επιλογές των Ελλήνων αφού αποτελούσαν την κύρια τροφή των φτωχών και των αγροτών.Άλλωστε, και στην Αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν μερικοί όπως οι οπαδοί του Πυθαγόρα που ήταν φυτοφάγοι.
Στην Αθήνα ταλαχανικά δεν υπήρχαν σε αφθονία και έπρεπε να γίνονται εισαγωγές.Φυσικά τα λαχανικό και τα φρούτα εκείνης της εποχής δεν ήταν ίδια με τα σημερινά αφού δεν υπήρχαν ντομάτες, πατάτες, πιπεριές, καλαμπόκι, πορτοκάλια, μανταρίνια, μπανάνες, κ.α.
Από τα λαχανικό υπήρχαν, το αγγούρι, η αγκινάρα, ο αρακάς, οι κολοκύθες, τα κρεμμύδια, το λάχανο, το σπαράγγια, τα μανιτάρια, βολβούς, ραπάνια, μανιτάρια, , μαρούλια, βλίτα, σέλινο, καρότο, τεύτλα τα παντζάρια κ.α.
  Κάποια από τα σπίτια τους είχαν μικρούς κήπους, στους οποίους καλλιεργούσαν σκόρδα, κρεμμύδια, κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, λούπινα, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, ρεβίθια και φακές. Τα μανιτάρια, τα μάραθα, τα σπαράγγια και διάφορα άλλα χορταρικά, τ’ αναζητούσαν στις ακροποταμιές, στα χωράφια και στις άκρες των δρόμων. Φαγώσιμες ήταν και οι τρυφερές τσουκνίδες. Τα σκόρδα, ακόμη, ήταν απαραίτητα για τους αρχαίους. Όπως επίσης και τα κρεμμύδια. Το σκόρδο έτρωγαν ως προσφάι ή άρτυμα στα διάφορα εδέσματα και στις σαλάτες τους. Έτρωγαν επίσης βολβούς, τους οποίους τους θεωρούσαν και αφροδισιακούς.

  Φρούτα


Μεγάλη αγάπη και για τα φρούτα είχαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Τα μήλα, τα κίτρα (Μήλα των Εσπερίδων), τα κυδώνια, τα κεράσια, τα κούμαρα, τα ρόδια, τα ροδάκινα, τα πεπόνια, τα δαμάσκηνα, τα σύκα και τα σταφύλια ήταν αγαπημένα τρόφιμα. Η μεγάλη αδυναμία όμως των αρχαίων Ελλήνων ήταν τα σύκα. Τα σύκα της Αττικής ήταν τα πιο φημισμένα και ίσως τα καλύτερα. Μάλιστα, η εξαγωγή τους δεν επιτρεπόταν. Η λέξη συκοφάντης λέγεται ότι χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει αυτούς που παράνομα έκαναν εξαγωγές σύκων. Τα σύκα τα έτρωγαν φρέσκα, ξερά ή ψημένα.Στους ξηρούς καρπούς συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, τα αμύγδαλα, τα καρύδια, τα κάστανα, οι σταφίδες και τα ξερά σύκα.

Καρυκεύματα 
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ξίδι, πιπέρι και αλάτι. Τα πήγαιναν πολύ καλά και με τα καρυκεύματα, τα μπαχαρικά και τα μυρωδικά και φυσικά τα βότανα. Το αλάτι (άλας) ήταν το βασικό καρύκευμα στα φαγητά των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν δώρο του Ποσειδώνα. Σε αυτό συντηρούσαν και διάφορα τρόφιμα. Το ξίδι αποτελούσε βασικό και αναγκαίο άρτυμα των αρχαίων και το αποκαλούσαν «άριστο των ηδυσμάτων». Το ονόμαζαν όξος και ήδος. Όπου δεν υπήρχαν αμπέλια, το ξίδι έπαιρναν από φρούτα (χουρμάδες, ροδάκινα, αχλάδια και κυρίως σύκα). Οι Έλληνες επίσης χρησιμοποιούσαν ρίγανη (ορίγανο), θυμάρι (θύμον), σουσάμι (σύσαμο), σταφίδες, κάππαρη, κάρδαμο, κουκουνάρια, κύμινο, σίλφιο (φυτό από τη Λιβύη), κρόκο (σαφράν), άνηθο, βασιλικό, δυόσμο,κόλιανδρο, κουκουνάρι κ.α. στο φαγητό τους. Τα βότανα είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής διατροφής, αλλά και της ιατρικής, αφού είναι ουσιαστικά τα αρχαία φάρμακα. Η σύγχρονη επιστήμη (και φυσικά η λεγόμενη εναλλακτική ιατρική) έχει ρίξει ξανά σήμερα το εξεταστικό της βλέμμα επάνω στα αρχαία αυτά φάρμακα, προσπαθώντας να εξερευνήσει το σωστό τρόπο χρήσης τους για κάθε πάθηση ή ενόχληση του ανθρώπινου οργανισμού.
Από τα καρυκεύματα και τα μπαχαρικά χρησιμοποιούσαν,  


Μέλι & Νωγαλεύματα
 Κύριο γλυκαντικό των αρχαίων Ελλήνων, αφού δεν υπήρχε ζάχαρη, ήταν το μέλι. Η κύρια τροφή των Πυθαγορείων ήταν ψωμί με μέλι. Πολλές φορές οι σπονδές στους θεούς περιλάμβαναν μέλι με κρασί και γάλα. Ένα από τα πιο εξαιρετικά μέλια ήταν το θυμαρίσιο μέλι Αττικής.
Τα νωγαλεύματα ήταν τα γλυκά φαγητά και οι λιχουδιές. Τα γλυκά στην αρχαία Ελλάδα είχαν ως βάση υλικά του ψωμιού και το μέλι. Το ίτριο ήταν γλύκισμα φτιαγμένο από σουσάμι και μέλι, δηλαδή όπως το σημερινό παστέλι. Επίσης, το μέλι με ξηρούς καρπούς ή γιαούρτι ήταν πολύ συνηθισμένο, όπως και σήμερα. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι επίσης έτρωγαν μελόπιτες, γαλατόπιτες, μελόπιτες, τηγανίτες, σουσαμόπιτες.



Από μέλι επίσης παρασκεύαζαν: Μηλόμελο: Μήλα διατηρημένα σε μέλι καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Μελίκρατο: Μέλι με γάλα. Τροφή των παιδιών.Οξύμελο: Μέλι με ξύδι, για τον πυρετό. Υδρόμελο: Ηδύποτο που προκύπτει από αλκοολική ζύμωση του μελιού. Οινόμελο: Μέλι με κρασί. Αναφέρεται ότι ο Δημόκριτος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, γιατί κατανάλωνε οινόμελο με άρτο.
Πηγή:http://www.mouseioaianis.gr
                http://el.wikipedia.org